- εὐδιάγωγος
- εὐδιάγωγος [ᾰ], ον,A cheerful, Dsc.4.60 ([comp] Comp.); pleasant,
ἀνάπαυλαι Ph.1.52
, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνάπαυλαι Ph.1.52
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάγωγος — εὐδιάγωγος, ον (ΑΜ) εύθυμος, ευχάριστος («ὅπως ἀναπαύλας εὐδιαγώγους καὶ ἡδονὰς ἑαυτῷ πορίζῃ», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δι αγωγή (< δι άγω)] … Dictionary of Greek
εὐδιάγωγον — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem acc sg εὐδιάγωγος cheerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγωγοτέρους — εὐδιάγωγος cheerful masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγώγου — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγώγους — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)